Σπιράλ, το παρεξηγημένο: Όλα όσα πρέπει να γνωρίζεις

spiralΤο ενδομήτριο σπείραμα ή πιο γνωστό ως σπιράλ είναι μια αναστρέψιμη μέθοδος αντισύλληψης, που η χρήση της δεν είναι αρκετά διαδεδομένη, πιθανώς λόγω ελλειπούς ενημέρωσης των γυναικών, ελλειπούς εμπειρίας του ιατρικού προσωπικού, της ιδέας ότι ένα ξένο σώμα στη μήτρα προκαλεί παρενέργειες, καθώς και της λανθασμένης αντίληψης ότι δρα εκτρωτικά και όχι αντισυλληπτικά.

Τα ενδομήτρια σπειράματα είναι συσκευές σχήματος «Τ» κατασκευασμένες από εύκαμπτο πλαστικό ή συνδυασμό πλαστικού και μετάλλου, μήκους 2-4 εκατοστών. Δρουν παρεμποδίζοντας την άνοδο του σπέρματος στις σάλπιγγες και δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα «αφιλόξενο» για κύηση περιβάλλον στη μήτρα, μέσω της φλεγμονώδους αντίδρασης που προκαλούν. Στη χώρα μας είναι διαθέσιμοι δύο τύποι ενδομήτριου σπειράματος, τα σπιράλ με χαλκό και το σπείραμα που απελευθερώνει λεβονοργεστρέλη.
Η αντισυλληπτική δράση του σπειράματος ξεκινά από τη στιγμή της τοποθέτησης και εφόσον έχει τοποθετηθεί σωστά, η αποτελεσματικότητά του αγγίζει το 99%, κατά πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των αντισυλληπτικών δισκίων (92-93% σε συνήθη χρήση). Η τοποθέτηση γίνεται εύκολα σε οποιαδήποτε φάση του κύκλου, με προτιμότερο το διάστημα αμέσως μετά την έμμηνο ρύση, έτσι ώστε να αποκλείεται το ενδεχόμενο εγκυμοσύνης κατά τη στιγμή της τοποθέτησης. Παράλληλα το τραχηλικό στόμιο είναι πιο βατό και η ενόχληση μικρότερη. Αμέσως μετά την τοποθέτηση καλό είναι να ελέγχεται υπερηχογραφικά ότι βρίσκεται σε κατάλληλη θέση. Ο έλεγχος της θέσης του σπιράλ πρέπει να γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Η αφαίρεση είναι επίσης μια εύκολη – γρήγορη διαδικασία και η γονιμότητα επανέρχεται άμεσα μετά την αφαίρεση της συσκευής. Το ενδομήτριο σπείραμα μπορεί να παραμείνει στη θέση του μέχρι και 5 χρόνια (ανάλογα με τον τύπο) και μετά από αυτό το διάστημα να αντικατασταθεί άμεσα με νέο, εφόσον η γυναίκα το επιθυμεί. Υπάρχει μια πιθανότητα αποβολής του σπειράματος (1-7%) εντός του πρώτου τριμήνου από την τοποθέτηση, συχνότερα παρατηρούμενη σε νέες άτοκες γυναίκες.

Το σπιράλ χαλκού δεν έχει ορμονική δράση, δεν αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια του θηλασμού, ενώ μετά τον τοκετό είναι προτιμότερο να αναβάλλεται η τοποθέτησή του για 6 εβδομάδες, εώς ότου η μήτρα επανέλθει στο αρχικό της μέγεθος. Η πιθανότητα ενδομήτριας κύησης είναι μικρή και υπολογίζεται περίπου στο 0,7% τον πρώτο χρόνο. Η πιθανότητα εξωμήτριας (έκτοπης) κύησης είναι χαμηλότερη στις γυναίκες που φέρουν σπιράλ χαλκού συγκριτικά με το γενικό πληθυσμό, ενώ με το σπιράλ λεβονοργεστρέλης αυξάνει στο διπλάσιο από το γενικό πληθυσμό κατά τον πρώτο χρόνο και μειώνεται σταδιακά τα επόμενα χρόνια. Παρόλα αυτά η πιθανότητα έκτοπης κύησης παραμένει μικρή και με την πάροδο του χρόνου χρήσης του σπειράματος, μικρότερη από το γενικό πληθυσμό που δε χρησιμοποιεί καμία αντισυλληπτική μέθοδο.

Κάθε περίπτωση καθυστέρησης της εμμήνου ρύσεως ή θετικού τεστ κυήσεως θα πρέπει να διερευνάται προσεκτικά από το γυναικολόγο. Το σπιράλ χαλκού μπορεί να προκαλέσει αύξηση της ροής του αίματος κατά την έμμηνο ρύση, ενώ το σπιράλ λεβονοργεστρέλης μείωνει τη ροή και μπορεί σταδιακά να εμφανιστεί αμηνόρροια, γεγονός που το κάνει ιδανικό σε περιπτώσεις ιδιοπαθούς μηνορραγίας (αυξημένη ροή αίματος χωρίς υποκείμενη παθολογία, όπως συχνά συμβαίνει κατά την κλιμακτήριο).
Το σπιράλ χαλκού μπορεί να τοποθετηθεί και ως επείγουσα αντισύλληψη (αντί του «χαπιού της επόμενης ημέρας») εντός 5 ημερών από την επικίνδυνη επαφή (η μέγιστη αποτελεσματικότητα παρατηρείται εντός των πρώτων ημερών – έως και 99%) και να παραμείνει ως μόνιμη αντισυλληπτική μέθοδος για κάποια χρόνια. Το σπιράλ δεν προστατεύει από τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα.

Πριν την τοποθέτησή του πρέπει να ληφθεί λεπτομερές ιατρικό, γυναικολογικό και μαιευτικό ιστορικό, να αποκλειστεί η κύηση, να μην υπάρχει ιστορικό πρόσφατης πυελικής φλεγμονής, να ληφθούν καλλιέργειες κολπικού-τραχηλικού υγρού, να ελεγχθεί πρόσφατο τεστ Παπανικολάου (αν δεν έχει γίνει να ληφθεί), να γίνει γυναικολογική εξέταση και υπερηχογράφημα. Με τον τρόπο αυτό ελέγχονται οι πιθανές αντενδείξεις τοποθέτησης ενδομητρίου σπειράματος. Οι άμεσες επιπλοκές κατά την τοποθέτηση, όπως η ρήξη μήτρας και το υποτασικό επεισόδιο είναι σπάνιες.
Το κοιλιακό άλγος και η πιθανή αιμόρροια, συνήθως υποχωρούν μετά την πάροδο κάποιων ημερών, ενώ αντιμετωπίζονται συντηρητικά με κοινά παυσίπονα. Ο κίνδυνος λοίμωξης είναι πιο αυξημένος τις πρώτες είκοσι ημέρες από την τοποθέτηση, ενώ ο τύπος του νήματος που χρησιμοποιείται σήμερα μειώνει την πιθανότητα φλεγμονής.

Συνοψίζοντας το ενδομήτριο σπείραμα αποτελεί μια αποτελεσματική και ασφαλή μέθοδο αντισύλληψης. Σε κάθε περίπτωση η γυναίκα πρέπει να ενημερώνεται από το γυναικολόγο της για τα οφέλη, τις ενδείξεις και τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες μια τέτοιας διαδικασίας